|
Η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι ανάμεσα στα πέντε πρώτα μεγαλύτερα προβλήματα της χώρας, σύμφωνα με γκάλοπ που έγινε στο λεκανοπέδιο Αττικής. Επίσης από τις απαντήσεις των Αθηναίων πολιτών προκύπτει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση, η ρύπανση των θαλασσών και η καταστροφή των δασών είναι τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα της Ελλάδας. Όμως, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας υπάρχει έλλειμμα γνώσης και ενημέρωσης των πολιτών για το περιβάλλον. Αναλυτικά τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας με τίτλο Έλληνες και Περιβάλλον έχει ως εξής: Η ταυτότητα της έρευνας Περιοχή Λεκανοπέδιο Αττικής.
ΕΝΑΕΡΙΑ ΡΥΠΑΝΣΗ
Με τον όρο ατμοσφαιρική ρύπανση εννοούμε την οποιαδήποτε ανεπιθύμητη αλλαγή στα φυσικά, χημικά και
βιολογικά χαρακτηριστικά του ατμοσφαιρικού αέρα, η οποία είναι ή μπορεί υπό προϋποθέσεις να γίνει, ζημιογόνος για τον άνθρωπο, τους υπόλοιπους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς αλλά και τις βιομηχανικές
διαδικασίες, τις συνθήκες ζωής και τους πολιτιστικούς θησαυρούς.
Με τον όρο ρύπανση του εδάφους εννοούμε την οποιαδήποτε ανεπιθύμητη αλλαγή στα φυσικά, χημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του εδάφους, η οποία είναι ή μπορεί υπό προϋποθέσεις να γίνει, ζημιογόνος για τον άνθρωπο και τους υπόλοιπους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς.
Με τον όρο ρύπανση υδάτων εννοούμε την οποιαδήποτε ανεπιθύμητη αλλαγή στα φυσικά, χημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του νερού των θαλασσών, λιμνών ή ποταμών, η οποία είναι ή μπορεί υπό προϋποθέσεις να γίνει ζημιογόνος για τον άνθρωπο, τους υπόλοιπους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς αλλά και τις βιομηχανικές διαδικασίες και τις συνθήκες ζωής. |
Διάφοροι ρυπαντές
όπως διοξείδιο του άνθρακα, οξείδια του
αζώτου , μεθάνιο , χλωροφθοράνθρακες και
το όζον σχηματίζουν ένα είδος
φράγματος που καλύπτει τη γη και
λειτουργεί σαν την γυάλινη οροφή του
θερμοκηπίου , το φράγμα αυτό
επιτρέπει την είσοδο της ηλιακής
ακτινοβολίας και αποτρέπει την
διαφυγή θερμικής ακτινοβολίας προς το
διάστημα. Η παραπάνω λειτουργία
συμβάλει στην αύξηση της μέσης
ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας.
Η
στιβάδα του όζοντος της στρατόσφαιρας
ως γνωστό έχει πολύ μεγάλη σημασία
για την προστασία των βιολογικών
συστημάτων. Το στρώμα αυτό έχει την
ικανότητα να φιλτράρει την ηλιακή
ακτινοβολία προσροφώντας της
επικίνδυνες υπεριώδεις ακτίνες. Στις
τελευταίες όμως δεκαετίες διαπιστώθηκε
λέπτυνση της στοιβάδας του όζοντος κατά
40% περίπου και αρχικά στην Ανταρκτική
και αργότερα σε πυκνοκατοικημένες
περιοχές του Β.ημισφαιρίου αφήνοντας
απροστάτευτους τους οργανισμούς στην
υπεριώδη ακτινοβολία. Οι συνέπειες
της μείωσης της ζώνης του όζοντος
θεωρούνται σοβαρές όχι μόνο για την
βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων αλλά και
για την κάλυψη των αναγκών διατροφής
σ' όλα τα επίπεδα των τροφικών αλυσίδων. Μια
μείωση όζοντος 10% μπορεί να έχει
ολέθριες επιπτώσεις στην υγεία του
ανθρώπου , εξασθενώντας το
ανοσοποιητικό σύστημα του
οργανισμού και αυξάνοντας τα
κρούσματα καρκίνου του δέρματος. Κύρια
αιτία για την τρύπα του όζοντος
θεωρείται η επίδραση των
χλωροφθοριοανθράκων (CFC's
) στο όζον . Τα CFC's
χρησιμοποιούνται σε ψυκτικά μηχανήματα
, αεροζόλ κ.α.
Το όζον καταστρέφεται και από τα αέρια
των αεριωθουμένων αεροπλάνων.
ΟΞΙΝΑ ΜΕΤΕΩΡΙΚΑ ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΜΑΤΑ ( ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ )
Λέγοντας όξινα μετεωρικά
κατακρημνίσματα εννοούμε την
βροχή , χιόνια , χαλάζι , ομίχλη που
έχουν ΡΗ λιγότερο από 5,6 . Το ΡΗ με
την επίδραση του ανθρακικού οξέος
από το διοξείδιο του άνθρακα της
ατμόσφαιρας μπορεί να είναι σε
φυσιολογικές βροχές 5,6 -6 . Επίδραση της όξινης βροχής στα δάση Αναφέρεται στην
βιβλιογραφία ότι η όξινη βροχή
και η ρύπανση γενικά προκαλούν
στα δασικά δένδρα ελάττωση της αύξησης
επειδή προκαλεί βλάβη στα στομάτια
των φύλλων και φυλλόπτωση, με
αποτέλεσμα η ζωτικότητα των δένδρων
να ελαττώνεται , ελαττώνεται επίσης
η αύξηση τους και τελικά έχουμε
νέκρωση των δένδρων . Ακόμη η ρύπανση του
εδάφους προκαλεί εκπλήσσει των
θρεπτικών στοιχείων του εδάφους και
μαζί με ξηρές χρονιές και φυλλόπτωση των
δένδρων. Μάλιστα βρήκαν ότι σε
χρονιές με μεγάλη ρύπανση και με
λιγότερη ίσως συμμετοχή της ξηρασίας ,
τα δένδρα κυρίως το κατώτερο τμήμα του
δένδρου, παύουν να δημιουργούν ετήσιους
δακτυλίους. Οι
προσβολές των δασών της Ευρώπης από την
όξινη βροχή έχουν πάρει μεγάλες
διαστάσεις και απειλούν τα δάση των
ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης. Οι
κύριοι παράγοντες της νέκρωσης των
δασών είναι :
Όλα τα προηγούμενα
δείχνουν ότι μετά την εκβιομηχάνιση
έχουμε αλλαγή του χημικού κλίματος
ελάττωση της αύξησης των δένδρων ,
αλλαγή της μικροπανίδας , ενώ το πιο
σπουδαίο είναι η όξυνση και η πτώση της
παραγωγικότητας των εδαφών.
|
H ποικιλία των ελληνικών δασών είναι μοναδική και δύσκολα απαντάται σε άλλες χώρες με παρόμοια έκταση: στα βόρεια της Ελλάδας υπάρχουν εύκρατα δάση, από εκείνα που είναι κοινά της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, ενώ στα νότια υπάρχουν μεμονωμένες συστάδες από τροπικά δέντρα (φοίνικες). Αυτή η ποικιλομορφία οικοσυστημάτων οφείλεται στο έντονο ανάγλυφο, στη γεωγραφική θέση της χώρας ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, και στο γεγονός ότι στη διάρκεια των τελευταίων παγετώνων η Ελλάδα δεν είχε καλυφτεί από πάγους. Έτσι αποτέλεσε «καταφύγιο» για πολλά βορειοευρωπαϊκά είδη δέντρων, των οποίων η ζώνη εξάπλωσης μεταφέρθηκε εδώ, όπου διασταυρώθηκαν με τα ντόπια είδη και προσαρμόστηκαν στις ιδιαίτερες κλιματικές συνθήκες. Τα περισσότερα ελληνικά δάση χαρακτηρίζονται ως μεσογειακά. Πρόκειται για οικοσυστήματα που είναι προσαρμοσμένα σε ξηρά, ζεστά καλοκαίρια και σε ψυχρούς χειμώνες. Πολλά είναι τα σπάνια και ενδημικά είδη δέντρων που απαντώνται εδώ, όπως το κεφαλλονίτικο έλατο (Abies cephalonica), το ρόμπολο (Pinus leucodermis) και η αμπελιτσιά (Zelcova abelicea), καθώς και δέντρα που εξαπλώνονται σε όλη την Ευρώπη αλλά έχουν στη χώρα μας τα νότια σύνορά τους, όπως το δασικό πεύκο (Pinus silvestris), η ερυθρελάτη (Picea abies) και η οξιά (Fagus sylvatica). Πέρα από τα πολυάριθμα είδη πουλιών, ερπετών και εντόμων, αξιόλογη είναι και η ποικιλία των θηλαστικών που ζουν στα ελληνικά δάση, με πιο γνωστά από αυτά την καφέ αρκούδα (Ursus arctos), τον αγριόγατο (Felis silvestris), το τσακάλι (Canis aureus), το λύκο (Canis lupus) και τον ασβό (Meles meles).
Απειλές
...Tο 25,4% της συνολικής έκτασης της χώρας μας αποτελείται από δάση που στην πλειοψηφία τους είναι φυσικά και χαρακτηρίζονται από υψηλή βιοποικιλότητα. Άλλο ένα 23,9% της ελληνικής επικράτειας καλύπτεται από δασικές εκτάσεις, οι οποίες όμως είναι υποβαθμισμένες καθώς βρίσκονται συνήθως κοντά σε αστικές και τουριστικές περιοχές. Τα δάση δεν είναι απλώς σύνολα δέντρων, αλλά πλούσια χερσαία οικοσυστήματα με πολυάριθμα είδη ζώων και φυτών, που συνδέονται μεταξύ τους με πολύπλοκες οικολογικές σχέσεις. Η σημασία των δασών είναι μεγάλη, αφού παράγουν οξυγόνο, συμβάλλουν στη σταθερότητα του κύκλου του νερού, προστατεύουν το έδαφος από τη διάβρωση και αποτρέπουν τις πλημμύρες. Επίσης αποτελούν μοναδική πηγή ξυλείας και άλλων πολύτιμων πρώτων υλών και προϊόντων.
Γιατί είναι σημαντικό να προστατέψουμε το δάσος ;
Είναι σημαντικό, διότι η ζωή μας εξαρτάται από αυτό.
Τι συμβαίνει στο δάσος ;
Κάθε χρόνο το δάσος λιγοστεύει. Το καλοκαίρι βλέπουμε τα δάση μας να φλέγονται, αφήνοντας στη θέση τους τοπία εφιαλτικά. Με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου οι συνέπειες εκδηλώνονται με καταστροφικές πλημμύρες. Το κράτος κατ' επανάληψη εξαιρεί σημαντικές καμένες εκτάσεις από τις αναδασωτέες περιοχές. Έτσι, δεν αργούν να «ξεφυτρώσουν» αυθαίρετα, μπάζα και σκουπίδια στις καμένες εκτάσεις. Και ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Το καλοκαίρι του 1998 ήταν το χειρότερο απ' όλα. Έξι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια να σβήσουν τις απειλητικές φλόγες. Ενάμισι εκατομμύριο στρέμματα δάσους, έκταση ίση με το νησί της Ρόδου, αποτεφρώθηκαν. Μαζί με αυτά χάθηκαν χιλιάδες ζώα, πουλιά, έντομα. Καταστράφηκαν δάση σπάνιας οικολογικής σημασίας που πήραν αιώνες για να αναπτυχθούν αλλά μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να καούν.
Πότε θα είναι πια αργά για να κάνουμε κάτι;
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ποτέ δεν είναι αργά να προστατεύσουμε το φυσικό περιβάλλον. Εάν όμως η καταστροφή των δασών συνεχιστεί με αυτό το ρυθμό, σε 40 χρόνια από σήμερα δεν θα έχει απομείνει πια δάσος να υπερασπιστούμε. Δασικές πυρκαγιές υπήρχαν πάντα στην Ελλάδα. Η καμένη έκταση όμως δεν ξεπερνούσε τα 100.000 με 200.000 στρέμματα ετησίως. Από το 1977 και μετά η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Ο μέσος όρος της καμένης έκτασης κατ΄ έτος για την τελευταία εικοσαετία προσεγγίζει 500.000 στρέμματα. Μόνο το 1998 κάηκαν σύμφωνα με εκτιμήσεις 1.500.000 στρέμματα. Τα ελληνικά δάση και οι δασικές εκτάσεις καλύπτουν μια έκταση 65.000.000 στρεμμάτων. Αν συνεχίσουν οι καταστροφές με αυτόν το ρυθμό, το έτος 2020 θα έχουν μειωθεί στο μισό και το 2040 δεν θα έχει μείνει τίποτα! Οι ημερομηνίες αυτές δεν είναι μακρινές. Είναι η εποχή που θα ζουν τα παιδιά μας.
Πως μπορείτε να βοηθήσετε;
Αρκεί να είσαστε "ενεργοί" πολίτες που ενδιαφέρονται. Ατομικά προσέχοντας το δάσος από κακόβουλες ενέργειες άλλων, αλλά και προσέχοντας τη δική μας συμπεριφορά στο δάσος. (Όχι φωτιά, όχι γόπες, όχι σκουπίδια) Συλλογικά υπάρχουν πολλές περιβαλλοντικές οργανώσεις κρατικές ή μη που αφιλοκερδώς προσπαθούν για έναν πιο ανθρώπινο πλανήτη. mailto:forest@wwf.gr |
Γεωγραφικά τοποθετημένη στο ανατολικό τμήμα της Μεσογείου, η Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θάλασσα. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η κοινωνική, η οικονομική και η πολιτιστική ζωή της διαμορφώνονταν σε μεγάλο βαθμό μέσα από αυτή τη στενή σχέση. Η ακτογραμμή της Ελλάδας καταλαμβάνει περίπου 16.000 χλμ. Μεγάλο μέρος της αντιστοιχεί στα χιλιάδες κατοικημένα και ακατοίκητα νησιά και τις βραχονησίδες του Ιονίου και του Αιγαίου. Η έντονη ποικιλομορφία του αναγλύφου προσδίδει στις ακτές ιδιαίτερη οικολογική αξία, η οποία είναι ακόμη μεγαλύτερη στα νησιά λόγω ακριβώς του αυτόνομου γεωγραφικού τους χαρακτήρα. Το θαλάσσιο περιβάλλον της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από πλούσια βιοποικιλότητα. Από τα 579 είδη ψαριών που ζουν στη Μεσόγειο, 447 απαντώνται στις ελληνικές θάλασσες. Ξεχωριστό είναι το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η παράκτια ζώνη, αφού στις βραχώδεις ακτές και στο θαλάσσιο τμήμα της συγκεντρώνονται τα περισσότερα είδη (ενδημικά και μη), που βρίσκουν εδώ τις κατάλληλες περιοχές για την αναπαραγωγή και τη διατροφή τους - εξαιρετική η σημασία των λιβαδιών της Ποσειδωνίας (Posidonia oceanica). Η μεσογειακή φώκια (Monachus monachus) και η χελώνα καρέτα (Caretta caretta) είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα σπάνιων και απειλούμενων ειδών για την επιβίωση των οποίων έχουν μοναδική σημασία τα παράκτια ενδιαιτήματα και οι παραλίες της χώρας μας. (Ενδιαίτημα ονομάζουμε μια περιοχή όπου ζουν, αναπαράγονται και τρέφονται συγκεκριμένα είδη φυτών και ζώων.)
Απειλές
Ρύπανση
Υπεραλίευση
Οι θάλασσές απειλούνται από την χημική μόλυνση
Η θάλασσα, οι λίμνες και οι ποταμοί έχουν γίνει τόποι αποχετεύσεως. Εκεί καταλήγουν όλες οι ουσίες που μολύνουν το περιβάλλον. Η βροχή ξεπλένει την ατμόσφαιρα ή από το θειικό οξύ ή από το χλώριο και καθαρίζει τη γη από τα εντομοκτόνα. Τα πετρελαιοφόρα συγκρούονται και βυθίζονται. Ποταμοί και λίμνες δηλητηριάζονται. Αυτή είναι η χημική καταστροφή των νερών. Υπάρχει όμως και η μηχανική καταστροφή, ιδιαίτερα στις ευαίσθητες ζώνες των ωκεανών. Τα αλιευτικά λυμαίνονται στις ηπειρωτικές υφαλοκρηπίδες. Τα διάφορα έργα που γίνονται στα λιμάνια για να εμποδίσουν την διάβρωση των ακτών έχουν σαν αποτέλεσμα την διαταραχή στη φυσική ροή των θαλάσσιων ρευμάτων και ιζημάτων κατά μήκος των ακτών. Τα έργα αποξηράνσεως παράκτιων ελών, τα τοξικά κατάλοιπα της βιομηχανίας, οι κυνηγοί σουβενίρ που καταστρέφουν τους κοραλλιογενείς βράχους κι οι πυρηνικές δοκιμές καταμεσής του ωκεανού, όλα αυτά αποτελούν τη μηχανική καταστροφή των θαλασσών. Είναι φανερό σήμερα, πως το πρόβλημα της επιβίωσης είναι ένα και το αυτό. Πρέπει να υπερασπίσουμε την υγρή περιουσία μας και τους ίδιους τους εαυτούς μας. Πρέπει να σταματήσουμε να καταστρέφουμε τον κόσμο, καταστρέφοντας τις θάλασσες, γιατί δεν υπάρχει άλλο μέρος για να καταφύγουμε άλλος πλανήτης, όπου θα μπορούσαν να ζήσουν πλάσματα σαν και εμάς, που η ζωή μας εξαρτάτε από το νερό.
Πηγή :Εγκυκλοπαίδεια Κουστώ εκδόσεις <<ΑΛΚΥΩΝ>> 1985
Υπάρχουν πολλές αποφασιστικής σημασίας ζώνες για τη ζωή των ανθρώπων και των ζώων, καμία όμως δεν είναι τόσο σημαντική όσο οι περιοχές των θαλάσσιων ακτών. Εκεί έγιναν αισθητοί κατά πρώτο λόγο οι αντίκτυποι του πολιτισμού, γιατί εκεί, στις εκβολές κυρίως των ποταμών χτίστηκαν οι μεγαλύτερες πόλεις. Οι θαλάσσιες περιοχές που βρίσκονται κοντά στις ακτές, οι περιοχές της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας είναι πλούσιες σε ζωή. Ζει εκεί μεγάλη ποικιλία ειδών. Σε μερικές περιοχές του κόσμου, όπως στα ανοικτά των δυτικών ακτών της Νότιας Αμερικής, η Ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Σε άλλες όμως χώρες, όπως στον Αρκτικό ωκεανό, στα ανοικτά της Σιβηρίας η Ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα προχωρεί 500 μίλια μέσα από την θάλασσα. Γενικά, η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται από την ακτή ως το σημείο όπου τα νερά έχουν βάθος γύρο στα 200 μέτρα. Η γραμμή αυτή όμως, αν και είναι σύνορο, παρουσιάζει αστάθεια. Με την παλίρροια τα νερά άλλοτε ανεβαίνουν σκεπάζοντας μεγαλύτερο μέρος της ξηράς και άλλοτε κατεβαίνουν. Οι ποταμοί μεταφέρουν λάσπη προς τη θάλασσα. Τα κύματα χτυπούν την ακτή και την διαβρώνουν εδώ και εκεί, ενώ αλλού μεταφέρουν κατακάθια και επεκτείνουν την ξηρά. Εξάλλου, διάφορα ζώα των ακτών συντελούν στην ασάφεια των συνόρων - τα αμφίβια ζώα και υδρόβια πουλιά κάνουν χρήση τόσο της στεριάς όσο και της θάλασσας, αφού και τα δύο αυτά στοιχεία τους είναι απαραίτητα για τη ζωή τους. Στα ανοιχτά, η μορφή του ωκεανού αλλάζει, γιατί υπάρχουν στο βυθό βαθιές λεκάνες και ψηλά βουνά καθώς και ηφαιστειογενή υψίπεδα, βαθιά, πολύ βαθιά χάσματα που προχωρούν σε βάθος 10.000 μέτρων στο εσωτερικό της γης. Στις περιοχές αυτές οι οργανισμοί σπανίζουν, γιατί το φως του ήλιου, που είναι απαραίτητο για τη ζωή των φυτών, δεν μπορεί να εισχωρήσει πέρα από ένα λεπτό σχετικά στρώμα της επιφάνειας. Έτσι, το θέαμα που παρουσιάζει ο ανοικτός ωκεανός είναι μονότονο σε σύγκριση με το θέαμα που παρουσιάζουν οι περιοχές κοντά στις ακτές, γιατί στον ανοικτό ωκεανό η ζωή σπανίζει . Πηγή :Εγκυκλοπαίδεια Κουστώ εκδόσεις <<ΑΛΚΥΩΝ>> 1985
Η ευαισθησία των περιοχών του βυθού
Οι τοξικές ουσίες φτάνουν όλες στη θάλασσα. Ένα μεγάλο μέρος από αυτές κατεβαίνουν στο βυθό. Οι βαριές ουσίες κατεβαίνουν γρήγορα στον πυθμένα. πολλές διαλυμένες χημικές ουσίες που βρίσκονται στους ιστούς των διάφορων ζωικών και φυτικών οργανισμών βυθίζονται αργά ή γρήγορα όταν οι ζωντανοί αυτοί οργανισμοί πεθάνουν και πέσουν στον πυθμένα. Μερικές ενώσεις υδραργύρου είναι αβλαβείς για τους ζωντανούς οργανισμούς στη μορφή που φτάνουν στη θάλασσα. Όταν όμως φτάσουν στο βυθό μετατρέπονται από τα βακτηρίδια σε μεθύλιο υδράργυρο που είναι θανατηφόρος. Στα ανοιχτά των πόλεων, βρίσκουμε στα κατακάθια σαφή μαρτυρία αυτού του είδους της μολύνσεως. Ένας επιστήμονας, ερευνώντας της αιτίες της καταστροφής ορισμένων ζωικών και φυτικών ειδών σε μία θαλάσσια περιοχή στα ανοιχτά του Λος Άντζελες, διατύπωσε την άποψη πως σε ορισμένες περιοχές που επιβάλλουν αποχετεύσεις από την πόλη, υπήρχαν εκμεταλλεύσιμες ποσότητες βαρέων μετάλλων. Τα κοράλλια είναι υπερβολικά ευαίσθητα σε κάθε είδους ιζήματα, και στα μη τοξικά. Συνηθισμένοι στα πολύ καθαρά νερά των τροπικών περιοχών, οι πολύποδες των κοραλλιών (που εκκρίνουν της ασβεστολιθική ουσία από την οποία σχηματίζονται οι κοραλλιογενείς ύφαλοι) δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε νερά όπου υπάρχουν πολλές ακαθαρσίες και πεθαίνουν γρήγορα από ασφυξία. Επειδή οι πολύποδες αυτοί δεν μετακινούνται καθόλου, ο μόνος τρόπος αμύνης που διαθέτουν είναι η έκκριση μεγάλης ποσότητας μιας βλεννώδους ουσίας που παγιδεύει τα μόρια των ιζημάτων και το χτύπημα του νερού με τις βλεφαρίδες τους για να απομακρύνουν τα μόρια αυτά. Όσο σοβαρές και αν είναι οι επιπτώσεις από τα βιομηχανικά κατάλοιπα, είναι ασήμαντες μπροστά στις καταστροφές που προκαλεί στους θαλάσσιους οργανισμούς η περιοδική εκβάθυνσης των λιμανιών.
Πηγή :Εγκυκλοπαίδεια Κουστώ εκδόσεις <<ΑΛΚΥΩΝ>> 1985
Οι ζώνες εκείνες του ωκεανού που έχουν μεγαλύτερη σημασία για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών είναι εκείνες που βρίσκονται περισσότερο εκτεθειμένες στη μόλυνση. Και τ'αποτέλεσμα της μολύνσεως μόλις έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητά. Βέβαια, η φύση έχει την ικανότητα να αυτοκαθαρίζεται. Μολυσμένοι ποταμοί μπορούν να αυτοκαθαριστούν αν ο άνθρωπος πάψει να τους μολύνει αδιάκοπα. Χημικά εντομοκτόνα, ζιζανιοκτόνα και μυκητοκτόνα χρησιμοποιούνται αδιάκοπα από τους γεωργούς και παρασύρονται στη θάλασσα με τη βροχή και τα ποτάμια. Οι καπνοί από τα εργοστάσια κι οι άνεμοι διασκορπίζουν τις τοξικές ουσίες και η βροχή τις ρίχνει στη θάλασσα. Οι θαλάσσιες πετρελαιοπηγές συμβάλλουν στη μόλυνση με τη διαφυγή πετρελαίου κατά την άντληση. Τα τεράστια δεξαμενόπλοια που μεταφέρουν ακάθαρτο πετρέλαιο, ξεπλένουν τις δεξαμενές τους με νερό της θάλασσας. Σχεδόν όλα τα καράβια αδειάζουν τα ακάθαρτα νερά τους στην ανοιχτή θάλασσα. Εξωλέμβιες μηχανές αποβάλλουν μεγάλες ποσότητες πετρελαίου από τις εξατμίσεις τους, πόλεις, πολιτείες και χώρες ρίχνουν τόνους από απορρίμματα στη θάλασσα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνουν τα κατάλοιπα των διάφορων βιομηχανιών, ακαθαρσίες από τον αδιάκοπο καθαρισμό των λιμανιών, οξέα και μέταλλα από τους αγωγούς αποχετεύσεως των χημικών εργοστασίων, ή των εργοστασίων χάρτου, οργανικές ύλες από τα εργοστάσια κονσερβοποιίας και συσκευασίας τροφίμων, όλα όσα μεταφέρονται από τους δημόσιους υπονόμους των πόλεων, δηλητηριώδη αέρια από τις δοκιμές διάφορων πολεμικών όπλων, βιολογικών και χημικών και τέλος ραδιενεργά κατάλοιπα. Επειδή ο συνολικός όγκος του νερού των ωκεανών φαίνεται πολύ μεγάλος σχηματίστηκε η εντύπωση πως όλα τα κατάλοιπα και άλλα ακόμη θα μπορούσαν να ριχτούν στη θάλασσα χωρίς να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά. Η θάλασσα δεν είναι ένας κοινός σκουπιδότοπος που δέχεται παθητικά ότι του ρίξουμε. Εξαιτίας των κινητικών, χημικών και φυσικών ιδιοτήτων του, το νερό της θάλασσας επιδρά πάνω σε ορισμένες τοξικές ή άλλες ουσίες που προκαλούν μόλυνση, φτάνει να είναι βιοδιασπώμενες. Μεγάλα αντικείμενα, όπως είναι τα βυθισμένα καράβια προσελκύουν τα ψάρια, γιατί αποτελούν για αυτά κάλυμμα. Η οξείδωση και οι διάφορες φυσικές ουσίες που είναι διαλυμένες στο νερό διαλύουν στο τέλος το καράβι και το κάνουν σκόνη αφού πρώτα χρησιμέψει για πολύ καιρό σαν τόπος κατοικίας σε διάφορους μικρούς οργανισμούς αλλά και μεγάλους που τρέφονται από τους μικρούς. Με άλλα λόγια, η θάλασσα έχει την ιδιότητα να αλλοιώνει ή τουλάχιστον να εξουδετερώνει, μερικές ξένες ουσίες. Μέταλλα, όπως ο χαλκός, ο σίδηρος, το νίκελ, το κοβάλτιο και ιδιαίτερα το μαγγάνιο, ιονίζονται και μεταφέρονται στον πυθμένα του ωκεανού, κατακαθίζουν συνήθως σαν οξείδια γύρο από τα μικρά αντικείμενα, βράχους, κόκαλα ψαριών, δόντια καρχαριών ή θραύσματα από αντικείμενα που πετάει εκεί ο άνθρωπος. Το μεγαλύτερο μέρος των απορριμμάτων που φτάνουν στη θάλασσα διαλύεται και διασκορπίζεται, και μερικές ουσίες όπως είναι το θεϊκό οξύ εξουδετερώνονται πολύ εύκολα. Ο διασκορπισμός όμως των διάφορων ουσιών μπορεί να εξουδετερώνει τους κινδύνους από την ρύπανση όσο η περιεκτικότητα της θάλασσας σε βλαβερές ουσίες δεν ξεπερνά ορισμένα όρια. Η αλήθεια είναι, πως κανένας δεν ξέρει ακόμη πόση ζημιά προκαλούν και θα προκαλέσουν.
Η θάλασσά όμως μαρτυρεί την παρουσία Βρόμικα νερά από υπερβολική συγκέντρωση σ' αυτά επικίνδυνων χημικών απορρυπαντικών. οργανικών καταλοίπων. Η μυρωδιά τους είναι πιο αποκρουστική από την εμφάνισή του
Πηγή :Εγκυκλοπαίδεια Κουστώ εκδόσεις <<ΑΛΚΥΩΝ>> 1985
|
Oι υγρότοποι αποτελούν έναν από τους πλέον πολύτιμους πόρους του πλανήτη μας - μόνο τα τροπικά δάση τούς ξεπερνούν σε βιοποικιλότητα και παραγωγικότητα. Σε αυτούς απαντώνται πολλά φυτά και ασπόνδυλα, ενώ χαρακτηριστική είναι η παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστευτικών ψαριών και πουλιών, που βρίσκουν εδώ καταφύγιο, τροφή και ευνοϊκές συνθήκες διαχείμασης. Όλα αυτά τα είδη υποστηρίζουν μια περίπλοκη τροφική αλυσίδα στην οποία ο άνθρωπος είναι συχνά ο ανώτερος θηρευτής. Στην Ελλάδα, τουλάχιστον 138 είδη πουλιών εξαρτώνται με κάποιον τρόπο από τους υγρότοπους - μάλιστα ορισμένα από αυτά χαρακτηρίζονται ως παγκοσμίως απειλούμενα, όπως η λεπτομύτα (Numenius tenuirostris), η νανόχηνα (Anser erythropus), η λαγγόνα (Phalacrocorax pygmaeus), ο αργυροπελεκάνος (Pelecanus crispus), και η αγκαθοκαλημάνα (Hoplopterus spinosus). Επίσης στα ποτάμια και τις λίμνες της χώρας μας ζουν περισσότερα από 110 είδη ψαριών, από τα οποία περίπου το 30% είναι ενδημικά της νότιας Βαλκανικής. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε την μπράνα των Πρεσπών (Barbus prespensis), τον ελληνοπυγόστεο (Pungitius hellenicus), και τη μαλαμίδα (Vimba melanops). Οι υγρότοποι αποτελούν σημαντικά ενδιαιτήματα και για θηλαστικά όπως η βίδρα (Lutra lutra), ο λαγόγυρος (Citellus citellus) και το τσακάλι (Canis aureus), που βρίσκουν εκεί τροφή και καταφύγιο τις ξηρές και ζεστές μέρες της θερινής περιόδου. Στους μικρότερους υγρότοπους δεν απαντώνται τόσο πολλά θηλαστικά, υπάρχουν όμως πολυάριθμα αμφίβια και ερπετά. Κάποια από τα σχετικά κοινά είδη των ελληνικών υγρότοπων, όπως ο βάτραχος Rana ridibunda, το νερόφιδο Natrix natrix και οι νεροχελώνες (οικογένεια Emydidae), κινδυνεύουν με εξαφάνιση στην Ευρώπη. Απειλές Οι αποξηράνσεις αποτελούν την παλαιότερη απειλή για τους υγρότοπους τόσο της Ελλάδας όσο και ολόκληρης της Μεσογείου. Αρχικά, βασικοί λόγοι για τις αποξηράνσεις ήταν η αύξηση της γεωργικής γης και του διαθέσιμου αρδευτικού νερού, η μείωση των πλημμυρών που κατέστρεφαν τις σοδειές και η αντιμετώπιση του προβλήματος της ελονοσίας. Συνολικά, από το 1920 μέχρι τις μέρες μας αποξηράνθηκε το 60% των ελληνικών υγρότοπων. Σήμερα οι υγρότοποι της χώρας μας συνεχίζουν να υποβαθμίζονται, χωρίς όμως να ευθύνονται πλέον γι' αυτό αποκλειστικά οι ανάγκες σε γεωργική γη αλλά, όλο και περισσότερο, λόγοι οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης. Υπάρχουν τέσσερις βασικοί παράγοντες υποβάθμισης των ελληνικών υγρότοπων:
α) Η μεταβολή της ποιότητας του νερού
εξαιτίας της ρύπανσης (αστικά, γεωργικά
και βιομηχανικά απόβλητα). Μελέτες που
έγιναν το διάστημα 1992-1997 στη λεκάνη του
Αξιού έδειξαν ότι στο 50%των γεωτρήσεων
πόσιμου νερού υπάρχουν ίχνη λιπασμάτων
και γεωργικών φαρμάκων, συχνά σε
συγκεντρώσεις υψηλότερες των
επιτρεπόμενων ορίων. Η Συνθήκη Ραμσάρ ή Συνθήκη για τους Υγρότοπους, που υπογράφηκε το 1971 στην πόλη Ραμσάρ του Ιράν, αποσκοπεί στην προστασία και τη συνετή διαχείριση των υγρότοπων και των φυσικών πόρων τους διεθνώς. Έως το 1998 την είχαν υπογράψει 114 χώρες, ανακηρύσσοντας συνολικά 970 περιοχές σε υγρότοπους διεθνούς σημασίας. Στον κατάλογο Ραμσάρ περιλαμβάνονται δέκα ελληνικοί υγρότοποι: Δέλτα Έβρου n Λίμνες Ισμαρίδα και Βιστονίδα, Πόρτο Λάγος και οι γύρω λιμνοθάλασσες n Δέλτα και λιμνοθάλασσες Νέστου n Τεχνητή λίμνη Κερκίνη n Λίμνες Βόλβη και Κορώνεια n Δέλτα ποταμών Αξιού, Λουδία, Αλιάκμονα n Λίμνη Μικρή Πρέσπα n Αμβρακικός κόλπος n Λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου n Λιμνοθάλασσα Κοτύχι. Η λέξη «υγρότοπος» χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε περιοχή που κατακλύζεται, μόνιμα ή περιοδικά, από νερό (στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό). Επίσης έτσι χαρακτηρίζονται και οι περιοχές που δεν καλύπτονται ποτέ από νερά αλλά που το υπόστρωμά τους είναι υγρό για μεγάλα διαστήματα του έτους. Οι ρηχές λίμνες και τα ποτάμια, τα δέλτα των ποταμών, τα έλη, οι λιμνοθάλασσες, οι πηγές, οι τυφώνες και τα υγρά λιβάδια είναι υγρότοποι. Υπάρχουν επίσης και τεχνητοί υγρότοποι, όπως είναι οι ταμιευτήρες νερού, οι αλυκές και οι ορυζώνες.
ΟΙΚΙΑΚΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ. Η γη βουλιάζει κάτω από τα σκουπίδια της, αλλά από τη στιγμή που θα τα βγάλουν στο πεζοδρόμιο, λίγοι είναι εκείνοι που νοιάζονται για το τι θα απογίνουν. Βρόμικα, δύσοσμα, μερικές φορές πάρα πολλά, δεν μπορούμε πια να τα βλέπουμε, κανείς δεν τα θέλει και όμως παράγουμε όλο και περισσότερα. Ένας κάτοικος <<αναπτυγμένης>> χώρας παράγει κατά μέσο όρο καθημερινά ένα κιλό σκουπίδια, δηλαδή περισσότερους από 30 τόνους στη ζωή του! Το περιεχόμενο του σκουπιδοτενεκέ, από τα προϊόντα διατροφής και τα διάφορα περιτυλίγματα μέχρι τους σωρούς σκόνης, από τα άχρηστα φάρμακα μέχρι την παλιά ηλεκτρική μπαταρία, έχει ανάμικτα διάφορα σκουπίδια, από τα πιο τοξικά μέχρι τα πιο αβλαβή. Είναι τα αποτελέσματα του καταναλωτικού κόσμου, που είναι αιτία αλλά και αποτέλεσμα των τρόπων παραγωγής που, στη βάση τους, δημιουργούν άλλα σκουπίδια. Μπορούν να γίνουν πηγές ρύπανσης, όταν είναι παρατημένα στη φύση, αλλά και πηγές εξοικονόμησης πρώτων υλών και ενέργειας όταν συγκεντρώνονται, ανακυκλώνονται και αξιοποιούνται. Αυτό το πρόβλημα αφορά τις αναπτυγμένες χώρες που ζουν σε μια κοινωνία καταναλωτική, αγγίζει όμως το ίδια και τις αναπτυσσόμενες χώρες, που έχουν λίγα μόνο εργαλεία και οργάνωση για την επεξεργασία των σκουπιδιών, ενώ η δημογραφική τους αύξηση καλπάζει μέσα σε τεράστιες νεοσύστατες πόλεις. Πραγματικά, εκεί βρίσκουμε ολόκληρους πληθυσμούς που ζουν μέσα στους σκουπιδότοπους, από τους οποίους κερδίζουν τα απαραίτητα για τη ζωή τους, μέσα σε άθλιες συνθήκες υγιεινής, όπως το Κάιρο, το Μεξικό ή τη Μανίλα. Αν σήμερα περισσότερο από το 98% των Γάλλων έχουν στη διάθεσή τους υπηρεσίες αποκομιδής των σκουπιδιών, μόνο το ένα τρίτο των σκουπιδιών αξιοποιείται είτε με καύση (28%), που παράγει ενέργεια ισάξια με 400.000 τόνους πετρέλαιο θέρμανσης, είτε με παρασκευή λιπασμάτων από τις βιοδιασπώμενες οργανικές ουσίες που παράγει 600.000 τόνους λίπασμα για το έδαφος (7,5%). Όλα τα υπόλοιπα τα επεξεργάζονται μα δεν τα αξιοποιούν: τα σκουπίδια απλά καίγονται σε υψικαμίνους (13,1%) ή συγκεντρώνονται σε ελεγχόμενες σκουπιδότοπους (χωματερές, 45,3%). Όλες αυτές οι διαδικασίες επεξεργασίας είναι δαπανηρές, το κόστος τους κυμαίνεται από 60 γαλλικά φράγκα ανά τόνο για την χωματερή μέχρι 200 περίπου Γαλλικά φράγκα για την υψικάμινο, ποσά στα οποία πρέπει να προστεθεί και η δαπάνη για την αποκομιδή (350 φράγκα κατά μέσο όρο ανά τόνο). Η ανακύκλωση του μεγαλύτερου μέρους των πρώτων υλών που περιέχονται στους σκουπιδοτενεκέδες μας είναι απαραίτητη
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ. Οι βιομηχανίες για πολύ καιρό αδιαφόρησαν για το θέμα των σκουπιδιών τους. Ωστόσο οι ποσότητές τους είναι σημαντικές (150.000 τόνοι το χρόνο στη Γαλλία), ακόμα και αν η φύση τους ποικίλλει πολύ. Σε μια αναπτυγμένη χώρα αποτελούνται κατά τα δύο τρίτα από αβλαβή σκουπίδια (σκύβαλα, μπάζα και διάφορα αμέταλλα), κατά το ένα πέμπτο από συνηθισμένα σκουπίδια, όμοια με τα οικιακά, που επιδέχονται τον ίδιο τύπο επεξεργασίας, και κατά το 15% από σκουπίδια που λέγονται <<εξειδικευμένα>> και προέρχονται αποκλειστικά από τη βιομηχανική δραστηριότητα, ενώ περιέχουν ρύπους σε μικρή ή μεγάλη συγκέντρωση. Ανάμεσά τους περισσότεροι από το ένα τέταρτο είναι <<τοξικοί>> ή <<επικίνδυνοι>>, με άλλα λόγια η εξαφάνισή τους απαιτεί εξειδικευμένα μέσα και πολλές προφυλάξεις. Ο έλεγχος των βιομηχανικών αποβλήτων είναι, απ'τη μια, να χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα (καθαρές τεχνολογίες) για περιορισμό των αποβλήτων, κι απ'την άλλη να αναπτυχθεί η αξιοποίησή τους όταν μπορεί να γίνει με παραδεκτό κόστος, για την επανάκτηση πρώτων υλών και ενέργειας.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια πλανητοσκόπιο εκδόσεις <<ΝΤΕΤΣΙΚΑ>> 1992 |